- εκτείνω
- έκτεινα και εξέτεινα, εκτάθηκα, εκτεταμένος, μτβ.1. απλώνω, τεντώνω: Εκτείνω το χέρι μου.2. ξαπλώνω, απλώνω κάτω: Να εκτείνετε τον ασθενή στο χειρουργικό τραπέζι.3. επεκτείνω, μεγαλώνω, επιμηκύνω: Εκτείνω τα όρια του κράτους.4. το μέσ., εκτείνομαι απλώνομαι σε διαστάσεις, φτάνω ως: Η πυρκαγιά εκτείνεται σε όλο το δάσος.5. η μτχ. παθ. πρκ. ως επίθ., εκτεταμένος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.